top of page

Ένα καρφί στον τοίχο

Σε ένα ισόγειο της οδού Ημισέληνου-Πεύκου βρισκόμουν τότε, σε ένα ισόγειο με μια τεράστια πινακίδα-μπλε με κόκκινα γράμματα.  Γράμματα που φώναζαν κραυγαλέα με τη φωνή των αντικειμένων «Ε, εδώ κόσμε! Ό,τι εργαλεία θέλετε, παξιμάδια, βίδες, καρφιά, σφυριά!» Μα, για σας τους ανθρώπους που δεν ακούτε τούτη τη φωνή, θα βλέπατε μια κοινή πινακίδα, με τη φράση «Εργαλεία».

Βρισκόμουν θρονιασμένο σε ένα κουτί, με δεκάδες ακόμη καρφιά, ίσως κι εκατοντάδες. Δε γνωριζόμαστε όλα μεταξύ μας, μα όλα είχαμε έναν κοινό φόβο: Όταν το σιδερένιο σώμα θα τρωγόταν από τη σκουριά κι ο γεροδεμένος μάστορας με την κόκκινη ποδιά-ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού- θα μας έπαιρνε με τις μεγάλες του παλάμες κι αναφωνώντας «κι άλλο σκουριασμένο;» θα μας πέταγε στα σκουπίδια. Οι συνθήκες διαβίωσης στα σκουπίδια φημίζονται απαίσιες. Βέβαια…κανένα καρφί δε γύρισε, για να μας πει. Κι έτσι αρκετό καιρό αργότερα είχα μείνει απούλητο. Ήμουν τόσο στενοχωρημένο, σχεδόν σίγουρο ότι θα κατέληγα στα σκουπίδια.

Κι όταν λοιπόν το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, αναγγέλλοντας τον επόμενο πελάτη, η μεταλλική μου καρδιά σκίρτησε ξανά. Ο πελάτης ζήτησε καρφιά. Ο μαγαζάτορας έχωσε το χέρι του στο κουτί μας. «Εδώ, εδώ!» φωνάζαμε όλα. Επικρατούσε πανδαιμόνιο. Πατιόμαστε μεταξύ μας, φωνάζαμε. Και ω ναι! Με γράπωσε στη φούχτα του μαζί με καμιά δεκαριά όμοιούς μου.  Έπειτα με εκσφενδόνισε με δύναμη σε μια κίτρινη σακούλα. Άουτς! Αμάν εσείς οι άνθρωποι, καθόλου προσοχή σε μας τα αντικείμενα, λες και δεν έχουμε ψυχή.

 Ο πελάτης μας πήρε, περπάτησε λίγη ώρα και μπήκε σε ένα κτίριο μεγάλο, που απ’ έξω έφερε την επιγραφή «ΣΧΟΛΕΙΟ». Με κάρφωσαν μαλακά σε έναν πορτοκαλί τοίχο και πάνω μου κρεμάστηκε μια υπέροχη εργασία με θέμα τη φύση. Φύλλα, αποτυπώματα ζώων και φωτογραφίες. Όλα τα παιδιά έρχονται να τη θαυμάσουν κι έτσι κλέβω κι εγώ λίγη από την προσοχή τους κι ας είμαι μόνο ένα καρφί.

ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ!

 

Ειρήνη Σουβατζόγλου (μαθήτρια Στ' Δημοτικού)

Ναταλία Καπατσούλια

bottom of page